- σημάντωρ
- -ορος, ὁ, Α1. αυτός που δίνει το σήμα, το σύνθημα, ο ηγέτης («ἐθνέων ἦσαν ἄλλοι σημάντορες», Ομ. Οδ.)2. ηνίοχος3. βουκόλος4. αυτός που σημαίνει, που αναγγέλλει κάτι («αὐτός μοι σὺ σημάντωρ γένου», Σοφ.)5. φρ. α) «σημάντορες ἄνδρες» — ηγέτες (Νόνν.)β) «σημάντορι καπνῷ» — με καπνό που έδινε σήμα (Τρυφιόδ.)γ) «θεῶν σημάντωρ» — ο Ζευς (Ησιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. μηνύ-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.